ἐπιπέσοι

ἐπιπέσοι
ἐπιπέσοῑ , ἐπιπίπτω
fall upon
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπίπτω — (Α ἐπιπίπτω) [πίπτω] πέφτω πάνω σε κάποιον, ρίχνομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, εφορμώ («ἐπιπεσὼν ἀπαρασκεύοις τοῑς ἐναντίοις», Ξεν.) αρχ. 1. πέφτω πάνω («εἰ ἐπιπέσοι σπέρμα», Θεόφρ.) 2. πέφτω («ἐπέπεσε μοῑρα», Πίνδ.) 3. (για χρέος) προσαυξάνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”